Κύριε μου, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Ο άγιος ηγούμενος Πορτιανός, επίγειος δούλος, ο οποίος κληρονόμησε την επουράνια βασιλεία

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στις 24η Νοεμβρίου. [527 μ.Χ. - Γαλλικό Πατερικό]
ΠΌΣΑ ΑΓΑΘΑ χορηγεί ό Παντοδύναμος Θεός στό όνομά Του σε όσους έχουν αφιερώσει πιστά τόν έαυτό τους στήν διακονία Του με τά καλά τους έργα! 
Τούς ύπόσχεται μεγάλα βραβεία στον ούρανό, άλλά συχνά, επίσης, τούς έπιτρέπει νά γνωρίσουν άπό αύτήν τήν ζωή τί θά άπολαύσουν. Διότι συχνά έλευθερώνει δούλους καί καθιστά ένδοξους εκείνους οί όποιοι είναι έλεύθεροι, όπως λέχθηκε άπό τόν Συγγραφέα των Ψαλμών:
Ό έγείρων άπό γης πτωχόν καί άπό κοπριάς άνυψων πενητα τον καθίσαι αυτόν μετά άρχόντων, μετά άρχόντων λαόν αυτόν (Ψαλμ. 112: ‘7-8).

Σχετικά μέ αύτό ή Άννα, ή σύζυγος τού Έλκανά, είπε: Πλήρεις άρτων ήλαττωθησαν, καί οί πεινωντες παρήκαν γην [Υπήρξαν άνθρωποι, οί όποιοι ήσαν πολύ πλούσιοι καί έπείνασαν, άλλά καί άνθρωποι, οί όποιοι έπείνων καί έγιναν τόσον πλούσιοι, ώστε έγκατεστάθησαν πλουσίως εν τή χώρα!] (Α’ Σαμ. 2: -Α’ Βασιλ. στήν Μετάφραση τής Παλ. Διαθήκης των Έβδομήκοντα). Καί σχετικά μέ αύτό ή Παρθένος Μαρία, ή ίδια ή Μητέρα τού Σωτήρος μας, είπε: Καθεΐλε δυνάστες άπό θρόνων και ύψωσε ταπεινούς (Λουκ. I: 52). Καί ό ίδιος ό Κύριος λέει στό Ευαγγέλιο:

Όντως έσονται οί έσχατοι πρώτοι καί οί πρώτοι έσχατοι (Ματθ. 20: Ιό). Έτσι, είθε τό Θείο έλεος να λάμψει μέ τήν αγάπη Του στούς πτωχούς, γιά να κάνει μεγάλους τούς μικρούς, καί να κάνει τούς ασθενείς συγκληρονόμους του Μονογενούς Του Υιού. Διότι υψώνει τήν πτώχεια αυτού του κόσμου μέχρι τόν ουρανό, στόν όποιο ή έπίγεια βασιλεία δέν μπορεί να ανυψωθεί, έτσι ώστε να έρθει ό χωρικός στήν θέση, στην οποία δέν αξίζει να έρθει εκείνος πού φορά τήν πορφύρα.

Τό ίδιο συνέβη καί μέ τόν μακάριο ήγούμενο Πορτιανό, τόν οποίο ό Κύριος όχι μόνο έλευθέρωσε άπό τό φορτίο τής εγκόσμιας δουλείας- άλλά καί τόν όποιο επίσης δόξασε μέ μεγάλες άρετές καί τόν όποιο τον άποκατέστησε σέ αιώνια ανάπαυση έπειτα από τίς ύποθέσεις καί τα βάσανα αυτής της ζωής, τοποθετώντας τον στό μέσον των χορών των άγγέλων, άπό τους όποιους ό άρχοντας αυτού του κόσμου εκδιώχτηκε.

‘Ο μακαριότατος Πορτιανός, λοιπόν, άπό τήν άρχή της ζωής του, αναζητούσε πάντοτε τόν Θεό του Ουρανού, άκόμη καί στήν επίγεια δουλεία. Καί πράγματι, λένε ότι ήταν δούλος κάποιου βάρβαρου καί ότι άρκετές φορές είχε καταφύγει σέ ένα μοναστήρι προκειμένου να τόν υπερασπιστεί ό ηγούμενος ένώπιον τού άφέντη του. Στό τέλος δραπέτευσε ό άφέντης του τόν άκολούθησε καί άρχισε να έπιτίθεται στόν ηγούμενο τής μονής, κατηγορώντας τον ότι άποπλανά τόν δούλο του καί τόν άπομακρύνει άπό τήν ύπηρεσία του. Καί όταν, σύμφωνα με τό έθιμο, πίεσε τόν ήγούμενο μέ κατηγορία προκειμένου να τόν δώσει πίσω, ό ηγούμενος είπε στόν Πορτιανό: «Τί θέλεις να κάνω»; «Συγχώρεσέ με», άπάντησε εκείνος.

Αφού τόν συγχώρησε καί ό αφέντης του, κατά τήν έπιθυμία του, τον πήρε πίσω στό σπίτι, τυφλώθηκε τόσο πολύ ώστε να μήν έχει πλέον την δυνατότητα να άναγνωρίσει ό,τιδήποτε. Έχοντας πληγεί άπό δυνατούς πόνους, κάλεσε τόν ήγούμενο καί τού είπε: «Σέ παρακαλώ, ίκέτευσε τον Κύριο γιά έμένα, καί πάρε αύτόν τόν δούλο στήν ύπηρεσία σου ίσως να έπανακτήσω τό φώς πού έχασα». Τότε ό ήγούμενος κάλεσε τόν μακάριο καί τού είπε: «Βάλε τά χέρια σου, σέ παρακαλώ, επάνω στά μάτια αυτού τού άνθρώπου». Καί όταν εκείνος άρνήθηκε, ό ήγούμενος τόσο πολύ τον ίκέτευσε, ώστε εκείνος έκανε τό σημείο τού Σταυρού έπάνω άπό τά μάτια τού άφέντη του καί άμέσως διαλύθηκε όλο τό σκοτάδι, ό πόνος άνακουφίσθηκε καί ό άνθρωπος έπανέκτησε τήν προηγούμενη ύγεία του.

Στήν συνέχεια, ό μακάριος Πορτιανός έγινε κληρικός, καί στό αξίωμα αύτό έπέδειξε τέτοια άρετή, ώστε όταν πέθανε ό ήγούμενος έγινε ό διάδοχός του. Λέγεται ότι κατά τήν διάρκεια τού καλοκαιριού, όταν ή λάμψη τού ήλιου ύπονόμευε τό σφρίγος όλων μέ τήν δύναμη της θερμότητάς της, καί έπί πλέον έπέφερε κόπωση στά σώματα έκείνων πού μέ τήν τροφή καί τό ποτό άποκτούσαν εύρωστία, ό Πορτιανός, ό όποιος λόγω τής νηστείας είχε φτάσει να μήν έχει πιά καμία υγρασία στό στόμα του, μασούσε αλάτι, τό όποιο νότιζε γιά λίγο τά ξεραμένα ούλα του. Και παρόλο πού μέ αύτόν τόν τρόπο έφερνε κάποια υγρασία στόν στεγνό του ούρανίσκο, πρόσθετε, όμως, βάσανο στό σωματικό του μαρτύριο μέ την αύξηση τής δίψας του. Διότι όπως ό καθένας γνωρίζει, τό αλάτι αύξάνει μάλλον τήν φλόγα τής δίψας άντί να τήν σβήνει* άλλά μέ τήν χάρη του Θεοϋ, λυτρωνόταν άπό αύτήν.

Τόν καιρό εκείνο ό Θεοδέριχος είχε εισβάλει στην περιφέρεια της ’Ωβέρν καί κατέστρεφε καί λεηλατούσε τά πάντα. Αφού είχε στρατοπεδεύσει στίς πεδιάδες τού χωριού Άρτον, ό μακάριος Πορτιανός, γηρασμένος πλέον, έσπευσε να παρουσιασθεϊ ενώπιον του γιά να μεσιτεύσει υπέρ τού λαού. Καί φθάνοντας στό στρατόπεδο τό πρωΐ, ένώ ό βασιλιάς κοιμόταν άκόμη στήν σκηνή του, πήγε στην σκηνή τού ύπασπιστή του, Σίγκιβαλντ. Καί όταν είχε άπευθύνει έκκληση γιά την άπελευθέρωση των αιχμαλώτων, ό Σίγκιβαλντ τόν ίκέτευσε να πλύνει τά χέρια του καί να πιει μαζί του λίγο κρασί, λέγοντας: «Τό Θείο έλεος θα μού έχει χαρίσει σήμερα μεγάλη χαρά καί ώφέλεια, μέ τήν εύκαρία πού είσήλθατε στήν σκηνή μου, άν καταδεχθείτε να πιείτε τό κρασί μου μετά άπό προσευχή». Διότι είχε άκούσει γιά τήν άγιότητα αύτού του άνθρώπου, καί γιά αύτό, άπό σεβασμό πρός τόν Θεό, τού έδειξε αυτήν τήν τιμή. ‘Ο Άγιος όμως ζήτησε συγγνώμη μέ διάφορους τρόπους λέγοντας ότι αύτό δέν θά μπορούσε να συμβεί, επειδή δέν είχε έρθει άκόμη ή ώρα τού φαγητού, διότι δέν είχε παρουσιαστεί ακόμη μπροστά στήν βασιλική μεγαλειότητα, καί τό πιό σημαντικό, διότι δέν είχε ψάλει ακόμη τούς Ψαλμούς πού όφειλε πρός τόν Κύριο. Αλλά ό Σίγκιβαλντ, άδιαφορώντας γιά όλα αύτά, τόν έξανάγκασε, καί όταν έφεραν μιά κούπα, ζήτησε άπό τόν Άγιο να τήν ευλογήσει πρώτα μέ τό χέρι του.

Όταν ύψωσε τό χέρι του γιά να κάνει τό σημείο τού Σταυρού, ή κούπα έσπασε στη μέση καί τό κρασί χύθηκε κάτω, φέρνοντας μαζί του ένα πελώριο φίδι. Οσοι ήταν παρόντες γέμισαν μέ τρόμο καί έπεσαν μπροστά στά πόδια τού μακαρίου, ψαύοντας τά ίχνη των ποδιών του καί φιλώντας τα πόδια του. Όλοι θαύμασαν τήν άρετή τού γέροντα όλοι θαύμαζαν διότι είχαν σωθεί μέ τήν θεϊκή βοήθεια άπό τό δηλητήριο τού φιδιού.

Όλόκληρο τό στράτευμα έσπευσε να δει τό θαύμα αύτό, καί όλο εκείνο τό πλήθος περιτριγύρισε τόν μακάριο, ένώ καθένας έπιθυμούσε μόνον να άγγίξει μέ τό χέρι του τίς άκρες τού ένδύματός του, άν δέν μπορούσε να τόν τιμήσει μέ έναν άσπασμό. ‘Ο βασιλιάς έτρεξε πηδώντας άπό το κρεβάτι του γιά να συναντήσει τόν μακάριο ομολογητή, καί δίχως να περιμένει άπό αύτόν να τού πει ούτε μία λέξη, έλευθέρωσε όλους τούς αιχμαλώτους πού τού ζήτησε καί όλους τούς άλλους πού θά επιθυμούσε άργότερα να τού ζητήσει. Έτσι, μέ τήν χάρη τού Θεού, έλαβε διπλή ώφέλεια, σώζοντας ορισμένους άπό τόν θάνατο καί άλλους άπό τόν ζυγό τής αιχμαλωσίας. Αληθινά, πιστεύω, καί είναι ή πεποίθησή μου, ότι κατά κάποιο τρόπο έπέστρεψε άπό τούς νεκρούς όσους είχαν σωθεί από τόν κίνδυνο.

Δεν έπιθυμώ να προσπεράσω τό πώς ό διάβολος, προσπαθώντας να τόν έξαπατήσει με διάφορες ραδιουργίες, άλλά βλέποντας ότι δεν μπορούσε να τόν βλάψει, βάδισε εναντίον του σε ανοιχτή μάχη. “Ετσι, κάποια νύχτα, ένώ κοιμόταν, ξαφνικά ξύπνησε καί είδε τό κελί του σαν να είχε πάρει όλο φωτιά. Σηκώθηκε έντρομος αναζητώντας τήν πόρτα.

Μήν μπορώντας να τήν άνοίξει, έπεσε στά γόνατα σέ προσευχή· έπειτα, έχοντας κάνει μπροστά του καί γύρω του τό σωτήριο σημείο (του Σταυρού), οί φλόγες φαντάσματα πού είχαν εμφανιστεί άμέσως
εξαφανίσθηκαν, καί εκείνος κατάλαβε ότι όλο αύτό ήταν άπάτη του διαβόλου. Τό συμβάν αύτό τό φανέρωσε άμέσως στόν μακάριο Προτάσιο, πού ήταν τότε έγκλειστος στήν μονή τού Κανμπιντομπρένς καί ό όποιος έσπευσε να στείλει έναν μοναχό άπό τό κελί του στον άδελφό του γιά να τόν προτρέξει λέγοντάς του: «Πολυαγαπημένε μου άδελφέ, πρέπει να άντιστέκεσαι μέ άνδρεία τίς έπιθέσεις τού διαβόλου καί να μήν φοβάσαι καμία κατεργαριά του, άλλά να κατανικάς όλα όσα
στέλνει εναντίον σου μέ συνεχή προσευχή καί τό σημείο τού Σταυρού, διότι πάντοτε προσπαθεί να νικά τούς δούλους τού Θεού μέ πειρασμούς αύτού τού είδους».

Ό μακάριος γήρασε καί άφού ολοκλήρωσε τήν πορεία των καλών έργων, άναχώρησε πρός τόν Κύριο. ‘Ο τάφος του ακόμη δοξάζεται συχνά άπό τήν Θεία δύναμη. Αυτά είναι όλα όσα γνωρίζουμε γιά τον άγιο άνθρωπο, άλλά δέν κρίνουμε όσους γνωρίζουν περισσότερα για αύτόν, άν επιθυμούν νά γράφουν κάτι πρός έπαινόν του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ. ΤΟΜΟΣ Β

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου